σπείρη — σπεῖρος coats neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) σπεῖρος coats neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) σπειράομαι to be coiled pres imperat act 2nd sg (doric) σπειράομαι to be coiled pres imperat act 2nd sg (epic doric ionic aeolic) σπειράομαι… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπείρω — ΝΜΑ, και σπέρνω Ν, και αιολ. τ. σπέρρω Α 1. ρίχνω σπόρο στο έδαφος για να βλαστήσει (α. «τίποτε ξεχωριστό λουλούδι δε θα σπείρω», Παλαμ. β. «ἔσπειρεν ἐπὶ τὴν γῆν τὴν αγαθήν», ΚΔ γ. «σῑτον δὲ καὶ σπείρουσι καὶ σιτέονται», Ηρόδ.) 2. γονιμοποιώ,… … Dictionary of Greek
τρισάλυπος — ον, Α τελείως αβλαβής («ἐᾱν τις τοὺς ὀρόβους ἐαρινοὺς σπείρῃ, τρισάλυποι γίνονται», Θεόφρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατ. τρισ / τρι * + ἄλυπος «αυτός που δεν προξενεί λύπη»] … Dictionary of Greek